ξεκάρφωτος

ξεκάρφωτος
η , ο
1) неприбитый; откреплённый; отколотый; 2) перен. бессвязный, несуразный, нелепый;

λόγια ξεκάρφωτα — несуразные слова;

§ θέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! — боже мой, какая ересь!, бред сивой кобылы!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεκάρφωτος" в других словарях:

  • ξεκάρφωτος — η, ο [ξεκαρφώνω] 1. αυτός που δεν συγκρατείται με καρφιά, ακάρφωτος 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερό βήμα 3. μτφ. α) (για λόγια) ασυνάρτητος, ασύνδετος, ο χωρίς νόημα β) (για πρόσ.) απρόσκλητος («ήλθε ξεκάρφωτος») 4. παροιμ. «Θε μου, πώς …   Dictionary of Greek

  • ξεκάρφωτος — η, ο 1. αυτός που δε συγκρατιέται με καρφιά, ο ακάρφωτος, ο ξεκαρφωμένος. 2. μτφ., ασυνάρτητος, αδύνατος, ανερμάτιστος: Λόγια ξεκάρφωτα. 3. (για πρόσωπο), αυτός που έχει ασταθείς κινήσεις: Παραπατάει σαν ξεκάρφωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»